- φωτιστική
- φωτιστικόςilluminatingfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φωτιστικῇ — φωτιστικός illuminating fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φάρος — Κατασκευή γενικά σε σχήμα πύργου, τοποθετημένη σε εμφανή σημεία της ακτής ή πάνω σε βράχους, ακόμα και σε σημαντική απόσταση από τη στεριά, στην κορυφή της οποίας υπάρχει φωτιστική πηγή με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, ορατή από όλα τα σημεία του… … Dictionary of Greek
φωτομετρία — Κλάδος της οπτικής, που έχει ως αντικείμενο τη μέτρηση της ποσότητας φωτεινής ενέργειας που εκπέμπει μια πηγή ή δέχεται μια επιφάνεια. Στις φωτομετρικές μετρήσεις, οι οποίες εκτελούνται με οπτική σύγκριση της φωτεινότητας από διαφορετικές πηγές,… … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
απλίκα — η φωτιστική διάταξη που στερεώνεται στον τοίχο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. applique < ρ. appliquer «εφαρμόζω»] … Dictionary of Greek
ελαιοαέριο — Καύσιμο αέριο που λαμβάνεται με πυρόλυση του πετρελαίου στους 700° 900°C (σε ατμοσφαιρική πίεση). Αποτελείται κυρίως από μεθάνιο, αιθυλένιο, ακετυλένιο, βενζόλιο και άλλα ανώτερα ομόλογα και έχει μεγάλη θερμαντική και φωτιστική δύναμη (9.000… … Dictionary of Greek
κερί — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 200 μ., 487 κάτ.) της Ζακύνθου. Βρίσκεται στο νότιο άκρο του νησιού, στα Α του ομώνυμου ακρωτηρίου, 21 χλμ. ΝΔ της πόλης της Ζακύνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λαγανά του νομού Ζακύνθου. Ο όρμος και το ακρωτήριο… … Dictionary of Greek
λαμπα(ν)τέρ — το φωτιστική συσκευή, εφοδιασμένη με μία ή περισσότερες λυχνίες σήμερα με ηλεκτρικούς λαμπτήρες συναρμολογημένες πάνω σε υποστήριγμα εδραζόμενο στο έδαφος, η οποία χρησιμοποιείται για εσωτερικό ή εξωτερικό φωτισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ.… … Dictionary of Greek
μέγεθος — I (Αστρον.). Μέτρο της σχετικής λαμπρότητας των αστέρων και άλλων ουρανίων σωμάτων. Σήμερα, έχει πλέον επεκταθεί για να περιλάβει τα μέτρα των σχετικών εντάσεων ακτινοβολίας από σώματα όπως οι πηγές υπέρυθρης ακτινοβολίας. Όσο φωτεινότερο είναι… … Dictionary of Greek
μυάγρα — η (Α μυάγρα και ιων. τ. μυάγρη) παγίδα με την οποία πιάνονται οι ποντικοί, ποντικοπαγίδα, φάκα νεοελλ. ναυτ. φωτιστική συσκευή αποτελούμενη από τρεις λαμπτήρες οι οποίοι ρίχνουν φως μόνο προς τα πίσω αρχ. 1. το φυτό ασπάραγος ο πετραίος 2. (κατά… … Dictionary of Greek